- τριχομυκητίαση
- ηαρρώστια των τριχών που προκαλείται από τριχομύκητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τριχομυκητίαση — η, Ν ιατρ. γενική ονομασία τών παθήσεων τών τριχών που οφείλονται σε δερματόφυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριχομύκητας + ίαση*] … Dictionary of Greek
τριχομύκωση — η, Ν ιατρ. η τριχομυκητίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichocycosis < θρίξ, τριχός + μύκ ης, ητος + κατάλ. ωσις (< ρ. σε ῶ/ ώνω)] … Dictionary of Greek